αμαχαίρωτος

αμαχαίρωτος
-η, -ο [μαχαιρώνω]
αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε ή δεν σκοτώθηκε με μαχαίρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμαχαίρωτος — η, ο αυτός που δε χτυπήθηκε με μαχαίρι: Όποιον επιχειρούσε να τον εμποδίσει δεν τον άφηνε αμαχαίρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”